- σιωπηρός
- -ή, -όεπίρρ. -ά1. σιωπηλός.2. αυτός που γίνεται στα κρυφά και αθόρυβα: Υπάρχει ανάμεσά τους μια σιωπηρή συμφωνία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σιωπηρός — ή, ό / σιωπηρός, ά, όν, ΝΑ σιωπηλός νεοελλ. αυτός που γίνεται σε κατάσταση σιωπής ή αυτός που δηλώνεται με σιωπή («σιωπηρή συγκατάβαση»). επίρρ... σιωπηρώς / σιωπηρῶς ΝΑ με σιγή, σιωπηλά νεοελλ. χωρίς κανείς να δηλώνει ή να αναφέρει κάτι («η… … Dictionary of Greek
σιωπηρός — σιωπηλός silent masc nom sg σιωπηρός masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιωπηρότητα — η, Ν [σιωπηρός] η ιδιότητα τού σιωπηρού, το να είναι κανείς σιωπηρός … Dictionary of Greek
σιωπηρόν — σιωπηλός silent masc acc sg σιωπηλός silent neut nom/voc/acc sg σιωπηρός masc acc sg σιωπηρός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek
σιωπηραί — σιωπηλός silent fem nom/voc pl σιωπηρός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιωπηροί — σιωπηλός silent masc nom/voc pl σιωπηρός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιωπηράν — σιωπηρά̱ν , σιωπηλός silent fem acc sg (attic doric aeolic) σιωπηρά̱ν , σιωπηρός fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιωπηράς — σιωπηρά̱ς , σιωπηλός silent fem acc pl σιωπηρά̱ς , σιωπηρός fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιωπηρῶς — σιωπηλός silent adverbial σιωπηρός adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)